αντικόβω

αντικόβω
κ. -κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, -σκόφτω)
1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ
2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω
μσν.- νεοελλ.
διακόπτω
αρχ.
1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι
2. προβάλλω αντιρρήσεις
3. πνέω αντίθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κόπτω. Ο τ. αντισκόβω ή αντισκόφτω προήλθε από την προσθήκη του -σ- πριν από σύμφωνο στη μέση της λέξης. Πρόκειται για γλωσσικό φαινόμενο που παρατηρείται πολύ σπάνια (σε αντίθεση με την προσθήκη του -σ-στην αρχή λέξεων, η οποία είναι πολύ πιο συχνή) και που εξηγείται είτε από αναλογία προς άλλες συγγενείς λέξεις είτε από παρετυμολογία (πρβλ. ανασκουμπώνω-ανακουμπώνω, απόσοντα-απόκοντα κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντικόβω — και αντισκόβω οψα, εμποδίζω, διακόπτω: Αντισκόβει όλους, για να μιλήσει αυτός (Λασκαράτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικόπτω — ἀντικόπτω (Α) βλ. αντικόβω …   Dictionary of Greek

  • αντισκόβω — κ. σκόφτω (Μ ἀντισκόβω κ. σκόφτω) βλ. αντικόβω …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”